- θεσπέσιος
- α, ο [ία, ον] прекрасный, чудесный, превосходный, исключительный;
θεσπέσία φωνή — божественный голос, θεσπέσιο ταξίδι — чудесное путешествие;
θεσπέσιο κρασί — превосходное вино
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεσπέσία φωνή — божественный голос, θεσπέσιο ταξίδι — чудесное путешествие;
θεσπέσιο κρασί — превосходное вино
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεσπέσιος — divinely sounding masc nom sg θεσπέσιος divinely sounding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπέσιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Διακρίθηκε για τη χριστιανική δράση του. Κατέστρεψε ειδωλολατρικούς ναούς και βωμούς και γι’ αυτό φυλακίστηκε και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Αλεξάνδρου Σεβήρου. Η… … Dictionary of Greek
θεσπέσιος — α, ο επίρρ. α υπέροχος, θαυμάσιος: Θεσπέσια μουσική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεσπεσιώτερον — θεσπέσιος divinely sounding adverbial comp θεσπέσιος divinely sounding masc acc comp sg θεσπέσιος divinely sounding neut nom/voc/acc comp sg θεσπέσιος divinely sounding masc acc comp sg θεσπέσιος divinely sounding neut nom/voc/acc comp sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπεσίω — θεσπέσιος divinely sounding masc/neut nom/voc/acc dual θεσπέσιος divinely sounding masc/neut gen sg (doric aeolic) θεσπέσιος divinely sounding masc/fem/neut nom/voc/acc dual θεσπέσιος divinely sounding masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπεσίως — θεσπέσιος divinely sounding adverbial θεσπέσιος divinely sounding masc acc pl (doric) θεσπέσιος divinely sounding adverbial θεσπέσιος divinely sounding masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπέσιον — θεσπέσιος divinely sounding masc acc sg θεσπέσιος divinely sounding neut nom/voc/acc sg θεσπέσιος divinely sounding masc/fem acc sg θεσπέσιος divinely sounding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπεσίων — θεσπέσιος divinely sounding fem gen pl θεσπέσιος divinely sounding masc/neut gen pl θεσπέσιος divinely sounding masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπεσιωτάτης — θεσπέσιος divinely sounding fem gen superl sg (attic epic ionic) θεσπέσιος divinely sounding fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπεσιωτάτου — θεσπέσιος divinely sounding masc/neut gen superl sg θεσπέσιος divinely sounding masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπεσιώτατος — θεσπέσιος divinely sounding masc nom superl sg θεσπέσιος divinely sounding masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)